υδροτεχνική

υδροτεχνική
η
η υδροτεχνία (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • υδροτεχνία — και υδροτεχνική, η, Ν τεχνολ. επιστημονικός και τεχνολογικός κλάδος που έχει ως αντικείμενο τη συγκέντρωση, διευθέτηση και χρησιμοποίηση τών υδάτων στην οικονομία, γενικά, και στη γεωργία ειδικά, όπως είναι η εκμετάλλευση τών υδατοπτώσεων, η… …   Dictionary of Greek

  • υδροτεχνικός — ή, ό, το θηλ. ως ουσ. και ός, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υδροτεχνία («υδροτεχνικά έργα») 2. το θηλ. ως ουσ. η υδροτεχνική η υδροτεχνία 3. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο και η υδροτεχνικός ειδικός στην υδροτεχνία …   Dictionary of Greek

  • υδροτεχνία — η τμήμα της υδρομηχανικής (βλ. λ.) που εξετάζει τη διοχέτευση και διανομή του νερού, η υδροτεχνική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”